- εξοπλιστής
- ο тот, кто вооружает, снабжает оружием
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξοπλιστής — ο [εξοπλίζω] 1. αυτός που εξοπλίζει 2. ο προμηθευτής τών απαραίτητων εφοδίων … Dictionary of Greek